επιβωμιοστατώ

επιβωμιοστατώ
ἐπιβωμιοστατῶ, -έω (Α)
στέκομαι κοντά στον βωμό ως ικέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < *επιβωμιοστάτης (< επιβώμιος* + ίσταμαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”